«Υπάρχει έντονη φημολογία, πως στο πλαίσιο της ανάθεσης και δεύτερου αντικειμένου σε εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων και ειδικοτήτων στη δημόσια εκπαίδευση συζητείται το ενδεχόμενο να ανατεθεί η διδασκαλία ξένης γλώσσας σε όσους εκπαιδευτικούς διαθέτουν πιστοποιητικό γλωσσομάθειας επιπέδου Γ2», αναφέρει σε έγγραφό του,το προς την πρόεδρο του Συμβουλίου Ιδιωτικής Εκπαίδευσης για τους «επαρκειούχους» Δρ. Ελένη Μανωλοπούλου- Σέργη, το τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθήνας.
«Είναι σαφές, ότι ούτε και αυτή η κατηγορία (εκπαιδευτικοί μεν, αλλά απλοί χρήστες, έστω και επιπέδου Γ2) πληρούν τα προαναφερθέντα επιστημονικά κριτήρια, με τα οποία θα πρέπει η πολιτεία να αντιμετωπίζει το ξενόγλωσσο μάθημα» σημειώνει το τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθήνας και ζητά να καταργηθεί ο θεσμός της επάρκειας για όσες γλώσσες διδάσκονται σε Πανεπιστημιακά Τμήματα Ξένων Φιλολογιών και να διατηρηθεί για όσες δεν υπάρχουν οι κατάλληλα καταρτισμένοι επιστήμονες, «Ενας απόφοιτος Λυκείου, έστω και με άριστη γνώση ξένης γλώσσας, δεν έχει τα επιστημονικά εχέγγυα να την διδάσκει, σε όποιο επίπεδο, ούτε βέβαια στη δημόσια, αλλά ούτε και στην ιδιωτική εκπαίδευση» τονίζει το τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθήνας. ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ Κυρία Πρόεδρε, Η Γενική Συνέλευση του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών συζήτησε στη συνεδρίαση της 25.4.2012 το έγγραφό σας με αρ. πρωτ. 30328/Δ5. Τα μέλη της Γ.Σ. αποφάνθηκαν κατηγορηματικά: ένας απόφοιτος λυκείου, έστω και με άριστη γνώση ξένης γλώσσας, δεν έχει τα επιστημονικά εχέγγυα να την διδάσκει, σε όποιο επίπεδο, ούτε βέβαια στη δημόσια, αλλά ούτε και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το ίδιο ισχύει για πτυχιούχους πανεπιστημίων της αλλοδαπής, εάν το αντικείμενο σπουδών δεν αφορά την Ξένη Γλώσσα και Φιλολογία. Ουδείς καθίσταται ικανός να διδάσκει γλώσσα, με μόνο τεκμήριο ότι την κατέχει, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η διδασκαλία μιας γλώσσας είναι μετάγγιση του όλου πολιτισμού των κοινωνιών που ομιλούν την γλώσσα αυτή. Προκειμένου, όμως, να μεταβιβαστεί ο «κόσμος των ιδεών» των γλωσσικών αυτών κοινοτήτων, οι διδάσκοντες την γλώσσα αυτή πρέπει (πέρα από την παιδαγωγική κατάρτισή τους και την εμβάθυνση σε ζητήματα μεθοδικής/διδακτικής) να είναι γνώστες του όλου αυτού πολιτισμικού πλούτου. Οι πτυχιούχοι του Τμήματός μας, όπως όλοι οι πτυχιούχοι πανεπιστημιακών τμημάτων της χώρας μας, ακολουθούν ένα πρόγραμμα σπουδών που εξασφαλίζει την ανωτέρω επιστημονική γνώση: διδάσκονται τα γνωστικά αντικείμενα Γερμανόφωνη Λογοτεχνία, Γερμανική Γλωσσολογία, Ιστορία/Φιλοσοφία/Τέχνες των γερμανόφωνων χωρών, ενώ δίδεται έμφαση σε ζητήματα μεθοδικής/διδακτικής με προσφορά πλήθους μαθημάτων, τα οποία περιλαμβάνουν τον σχεδιασμό μαθημάτων, την μεθοδολογία διδασκαλίας συγκεκριμένων γλωσσικών φαινομένων ανάλογα την ηλικία των μαθητών (παιδιά/έφηβοι/ενήλικες) και ανάλογα τον σκοπό για τον οποίο οι διδασκόμενοι θέλουν να κάνουν χρήση της γλώσσας (σπουδές/εργασία/διαμονή/πρόσβαση σε λογοτεχνικά κείμενα ή/και επιστημονική βιβλιογραφία κλπ.). Δεν είναι, συνεπώς, δυνατόν να υπάρξει σύγκριση προσόντων μεταξύ αποφοίτων του Τμήματός μας (όπως κάθε Τμήματος Ξένης Φιλολογίας) και ατόμου που κατέχει την γλώσσα. Επί πλέον, ο θεσμός της «επάρκειας διδασκαλίας ξένης γλώσσας» που θεσμοθετήθηκε από την Πολιτεία το 1940 ήταν τότε απαραίτητος, καθώς τότε δεν διέθετε η χώρα καταρτισμένο προσωπικό, ώστε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας να διδάσκονται ξένες γλώσσες (κυρίως αγγλικά και γαλλικά). Η διατήρηση του θεσμού της επάρκειας δεν εξυπηρετεί πραγματικές εκπαιδευτικές ανάγκες, αλλά συνιστά επιχείρημα για μαθητές και γονείς, ότι αποκτώντας πιστοποιητικό γλωσσομάθειας, θα εξασφαλίσουν εργασία στον χώρο των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών. Παράλληλα, τα εξεταστικά συστήματα προσελκύουν υποψήφιους για τις εξετάσεις αυτού του επιπέδου με βάση αυτήν ακριβώς την προσδοκία (για τον ΑΣΕΠ, όπως και για σπουδές στο εξωτερικό, αρκεί το πιστοποιητικό γλωσσομάθειας επιπέδου Β2 «καλή γνώση»). Ενδεχομένως δε, η διατήρηση του θεσμού να ενδιαφέρει εκείνη την ιδιωτική αγορά εργασίας που προτάσσει το εργασιακό κόστος έναντι της ποιότητας, διότι οι ‘επαρκειούχοι’ έχουν χαμηλότερες απολαβές από τους πτυχιούχους, καθώς στερούνται πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών. Τέλος, θέλουμε να επισημάνουμε ότι υπάρχει έντονη φημολογία, πως στο πλαίσιο της ανάθεσης και δεύτερου αντικειμένου σε εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων και ειδικοτήτων στη δημόσια εκπαίδευση συζητείται το ενδεχόμενο να ανατεθεί η διδασκαλία ξένης γλώσσας σε όσους εκπαιδευτικούς διαθέτουν πιστοποιητικό γλωσσομάθειας επιπέδου Γ2. Είναι σαφές, ότι ούτε και αυτή η κατηγορία (εκπαιδευτικοί μεν, αλλά απλοί χρήστες, έστω και επιπέδου Γ2) πληρούν τα προαναφερθέντα επιστημονικά κριτήρια, με τα οποία θα πρέπει η πολιτεία να αντιμετωπίζει το ξενόγλωσσο μάθημα. Με βάση τα ανωτέρω, η Γ.Σ. του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας διατυπώνει άλλη μια φορά το πάγιο αίτημα να καταργηθεί ο θεσμός της επάρκειας για όσες γλώσσες διδάσκονται σε Πανεπιστημιακά Τμήματα Ξένων Φιλολογιών και να διατηρηθεί για όσες δεν υπάρχουν οι κατάλληλα καταρτισμένοι επιστήμονες. Είμαστε στη διάθεση του Υπουργείου για παροχή περισσότερων πληροφοριών ως προς το θέμα αυτό.ΡΕΠΟΡΤΑΖ:esos.gr